-
1 παρα-τρέπω
παρα-τρέπω (s. τρέπω), daneben-, vorbeiwenden, -lenken; παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους, Il. 23, 398; ἐκτὸς ὁδοῦ, 423; ποταμόν, Her. 7, 128; auch λόγον, eine Rede ablenken, ihr eine andere Richtung geben, 3, 2 (vgl. D. Hal, ἐάν τι παρατρέψω τὸν λόγον ἔξω τοῦ ἀληϑοῦς, 6, 75); ξηράνας τὴν διώρυχα καὶ παρατρέψας ἄλλῃ τὸ ὕδωρ, Thuc. 1, 109; καὶ ἀποχετεύω, Plat. Legg. V, 736 b; Sp.; übertr., βελτίους ἢ παρὰ τὸ δίκαιον ὑπό τινων δώρων παρατρέπεσϑαι κηλούμενοι, Plat. Legg. X, 885 d; anderes Sinnes machen, ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα ϑεάων, Hes. Th. 103; Ἄργος γάρ μ' ἐπέεσσι παρατρέπει, Ap. Rh. 3, 902; vgl. Theocr. 22, 151; abändern, Her. 7, 16 u. Sp.; τὸ κατὰ τὴν διοίκησιν ἐξ ἐκείνου δι' ἅπερ εἶπον παρατραπέν, D. Cass. 43, 48; ὄνομα, App. Mithrid. 1. – Med. abschweifen, τοῠ λόγου, Xen. Oec. 12, 17; auch παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον, Hell. 5, 1, 6.
-
2 παρατρέπω
Aπαρέτραπον Hes. Th. 103
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] aor. 2παρετράπην App.Mith.1
:—turn aside, off, or away,παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῦ Il. 23.423
, cf. 398; Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός pushed it from our heads, Pi.I.8(7).11 ; ποταμὸν π. divert a river from its channel, Hdt.7.128, cf. 130 ;π. ἄλλῃ τὸ ὕδωρ Th.1.109
, cf. Pl.Lg. 736b; [τὸ ὕδωρ] παρατρέψαι τοῦ εἴδους Phi lostr.Im.1.23:—[voice] Med. and [voice] Pass.,- τραπόμενος τοῦ λόγου X.Oec.12.17
;ἔξω τοῦ βελτίστου D.C.Fr.83.1
;ἐκ τοῦ νοῦ παρετράπη Paus.4.4.8
; παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον turning aside to.., X.HG5.1.6.2 turn one from his opinion, change his mind,ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων Hes. Th. 103
; τινὰ ἐπέεσσι π. A.R.3.902 :—[voice] Med., Theoc.22.151 :— [voice] Pass.,π. παρὰ τὸ δίκαιον ὑπὸ δώρων Pl.Lg. 885d
; λοιβῇ τε οἴνου κνίσῃ τε ib. 906e.3 of things, π. λόγον pervert, falsify a story, Hdt.3.2;π. τὸν λόγον ἔξω τοῦ ἀληθοῦς D.H.6.75
.4 generally, alter: revoke a decree, Hdt.7.16.γ ; π. ἐμμέλειαν Ael.NA2.11
;π. ὄνομα D.Chr. 12.67
, cf. App.Mith.1 ([voice] Pass.).7 π. τὰς κράσεις, of air in epidemics, Aët.5.94 :—[voice] Pass., of wine, turn sour, Gp. 2.47.5.8 [voice] Pass., π. εἴς τινα have dealings with, PMasp. 295 iii 7 (vi A. D.).—Cf. παρατροπέω, παρατρωπάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρέπω
См. также в других словарях:
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek